Κορφές

Κορφές
Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ., 174 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Οι Κ. βρίσκονται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 77 χλμ. ΝΑ της Πάτρας. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Καλαβρύτων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 290 μ., 616 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαλεβιζίου του νομού Ηρακλείου. Οι Κ. βρίσκονται στο δυτικό τμήμα του νομού, 19 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Κρουσώνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Krousonas (Gemeinde) — Gemeinde Krousonas (1997–2010) Δήμος Κρουσώνος (Κρουσώνας) …   Deutsch Wikipedia

  • ακανίζω — ἀκανίζω (Α) [ἄκανος] μοιάζω με ἄκανον*, έχω αγκαθωτές κορφές, απολήξεις …   Dictionary of Greek

  • διασφενδονίζω — και διασφενδονῶ ( άω) (Α) 1. διασκορπίζω κάτι τινάζοντας το σαν με σφεντόνα 2. διαμελίζω («διεσφενδόνησεν αὐτόν, ὀρθίων δένδρων εἰς ταὐτὸ καμφθέντων, ἑκατέρῳ» τόν διαμέλισε αφού έδεσε τα μέλη του στις κορφές δύο λυγισμένων δένδρων) …   Dictionary of Greek

  • δικόρυμβος — δικόρυμβος, ον (Α) φρ. «δικόρυμβος Παρνασσός» με τις δυο κορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κόρυμβος «κορφή βουνού»] …   Dictionary of Greek

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

  • Επταχώρι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 293 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στη νοτιότερη άκρη του νομού, στην κοιλάδα του Σαρανταπόρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρρένων. Το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου στο Επταχώρι του νομού Καστοριάς.… …   Dictionary of Greek

  • Ερύμανθος ή Ωλονός — Όρος (2.224 μ.) που εκτείνεται με τη μορφή οροσειράς στα όρια των νομών Αχαΐας και Ηλείας. Μακρόστενο και με πολλές κορυφές, έχει κατεύθυνση νοτιοδυτική και η ψηλότερη κορυφή του βρίσκεται στο έδαφος του νομού Αχαΐας. Προς τα Α δημιουργεί… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Αρχανών — Στον κάμπο που βρίσκεται νότια της Kνωσού, πάνω από τον οποίο δεσπόζει το βουνό Γιούχτας, βρίσκεται μια από τις πιο πλούσιες αρχαιολογικά περιοχές της Kρήτης. Tόσο το μινωικό ανάκτορο, του οποίου η ανασκαφή συνεχίζεται στο κέντρο του σημερινού… …   Dictionary of Greek

  • Πέρεθ ντε Αγιάλα, Ραμόν — (Pιrez de Ayala, Οβιέδο 1880 – Μαδρίτη 1962). Ισπανός συγγραφέας. Μαθητής του Λεοπόλντο Άλας και φίλος του Ορτέγκα* ι Γκασέτ, κατά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας το 1931 διορίστηκε πρέσβης της Ισπανίας στο Λονδίνο, όπου παράμεινε μέχρι το 1936.… …   Dictionary of Greek

  • Ραμφαστίδες — (Ramphastidae). Οικογένεια πτηνών που ζει στις κορφές των δέντρων, στα δάση της κεντρικής και νότιας Αμερικής. Οι Ρ. ονομάζονται και τουκάνοι. Δεν κελαηδούν αλλά κράζουν τόσο διαπεραστικά, ώστε ακούγονται από πολύ μακριά. Δυνατό θόρυβο κάνουν και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”