Krousonas (Gemeinde) — Gemeinde Krousonas (1997–2010) Δήμος Κρουσώνος (Κρουσώνας) … Deutsch Wikipedia
ακανίζω — ἀκανίζω (Α) [ἄκανος] μοιάζω με ἄκανον*, έχω αγκαθωτές κορφές, απολήξεις … Dictionary of Greek
διασφενδονίζω — και διασφενδονῶ ( άω) (Α) 1. διασκορπίζω κάτι τινάζοντας το σαν με σφεντόνα 2. διαμελίζω («διεσφενδόνησεν αὐτόν, ὀρθίων δένδρων εἰς ταὐτὸ καμφθέντων, ἑκατέρῳ» τόν διαμέλισε αφού έδεσε τα μέλη του στις κορφές δύο λυγισμένων δένδρων) … Dictionary of Greek
δικόρυμβος — δικόρυμβος, ον (Α) φρ. «δικόρυμβος Παρνασσός» με τις δυο κορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κόρυμβος «κορφή βουνού»] … Dictionary of Greek
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek
Επταχώρι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 293 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στη νοτιότερη άκρη του νομού, στην κοιλάδα του Σαρανταπόρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρρένων. Το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου στο Επταχώρι του νομού Καστοριάς.… … Dictionary of Greek
Ερύμανθος ή Ωλονός — Όρος (2.224 μ.) που εκτείνεται με τη μορφή οροσειράς στα όρια των νομών Αχαΐας και Ηλείας. Μακρόστενο και με πολλές κορυφές, έχει κατεύθυνση νοτιοδυτική και η ψηλότερη κορυφή του βρίσκεται στο έδαφος του νομού Αχαΐας. Προς τα Α δημιουργεί… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Αρχανών — Στον κάμπο που βρίσκεται νότια της Kνωσού, πάνω από τον οποίο δεσπόζει το βουνό Γιούχτας, βρίσκεται μια από τις πιο πλούσιες αρχαιολογικά περιοχές της Kρήτης. Tόσο το μινωικό ανάκτορο, του οποίου η ανασκαφή συνεχίζεται στο κέντρο του σημερινού… … Dictionary of Greek
Πέρεθ ντε Αγιάλα, Ραμόν — (Pιrez de Ayala, Οβιέδο 1880 – Μαδρίτη 1962). Ισπανός συγγραφέας. Μαθητής του Λεοπόλντο Άλας και φίλος του Ορτέγκα* ι Γκασέτ, κατά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας το 1931 διορίστηκε πρέσβης της Ισπανίας στο Λονδίνο, όπου παράμεινε μέχρι το 1936.… … Dictionary of Greek
Ραμφαστίδες — (Ramphastidae). Οικογένεια πτηνών που ζει στις κορφές των δέντρων, στα δάση της κεντρικής και νότιας Αμερικής. Οι Ρ. ονομάζονται και τουκάνοι. Δεν κελαηδούν αλλά κράζουν τόσο διαπεραστικά, ώστε ακούγονται από πολύ μακριά. Δυνατό θόρυβο κάνουν και … Dictionary of Greek